- ορθολογικός
- -ή, -όο σύμφωνος με τον ορθό λόγο, ορθολογιστικός.επίρρ...ορθολογικώς και -άαπό ορθολογική άποψη, με ορθολογία, με ορθολογισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Ι. Σκαλτσούνη].
Dictionary of Greek. 2013.