ορθολογικός

ορθολογικός
-ή, -ό
ο σύμφωνος με τον ορθό λόγο, ορθολογιστικός.
επίρρ...
ορθολογικώς και -ά
από ορθολογική άποψη, με ορθολογία, με ορθολογισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Ι. Σκαλτσούνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… …   Dictionary of Greek

  • ορθολογικότητα — η η [ορθολογικός] η ιδιότητα τού ορθολογικού …   Dictionary of Greek

  • επαγγελματικός προσανατολισμός — Κοινωνική υπηρεσία που προσφέρει διευκρινίσεις και συμβουλές σχετικά με την εκλογή της σχολικής κατεύθυνσης, σε συνάρτηση με αυτήν της επαγγελματικής δραστηριότητας, σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσωπικότητας του καθενός και… …   Dictionary of Greek

  • Μπρινετιέρ, Φερντινάν — (Ferdinand Brunetiere, Τουλόν 1849 – Παρίσι 1906). Γάλλος κριτικός και ιστορικός της γαλλικής λογοτεχνίας. Από τους 30 περίπου τόμους του, από την έδρα της Ecole Normale Superieure και από τις σελίδες της Επιθεώρησης των δύο κόσμων (Revue des… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”